-
1 στοιχειώδης
ης, ες1) элементарный (в разн. знач);στοιχειώδεις γνώσεις — элементарные знания;
στοιχειώδης γεωμετρία — основы геометрии;
στοιχειώδης εκπαίδευση — начальное образование, начальная школа;
στοιχειώδης αλήθεια — азбучная истина;
στοιχειώδης ευγένεια — элементарная вежливость;
στοιχειώδης συμπεριφορά — элементарное умение вести себя;
2) перен. основной, существенный;στοιχειώδης παράλειψη — существенное упущение
-
2 εκπαίδευση
[-ις (-εως)] η1) воспитание; 2) обучение, образование; подготовка;κατωτέρα (στοιχειώδης) εκπαίδευση — начальное образование;
ανωτέρα (μέση) εκπαίδευση — высшее (среднее) образование;
η δωρεάν εκπαίδευση — бесплатное образование;
επταετής (δεκαετής) εκπαίδευση — семилетнее (десятилетнее) обучение;
μικτή εκπαίδ — совместное обучение;
γενική υποχρεωτική εκπαίδευση — всеобщее обязательное обучение;
επαγγελματική τεχνική εκπαίδευση — профессионально-техническое обучение;
δημοσία ( — или λαϊκή) εκπαίδ — народное образование;
εκπαίδευση με αλληλογραφία — заочное обучение;
3) воен, боевая подготовка;στρατιωτική εκπαίδευση — военная подготовка;
Κέντρο εκπαίδεύσεως νεοσύλλεκτων — центр военной подготовки новобранцев
-
3 начальный
начальный 1) (о периоде) αρχικός 2) (об образовании и т. п.) στοιχειώδης· \начальныйое обучение η στοιχειώδης εκπαίδευση* * *1) ( о периоде) αρχικός2) (об образовании и т. п.) στοιχειώδηςнача́льное обуче́ние — η στοιχειώδης εκπαίδευση
-
4 образование
-я ουδ.σχηματισμός• διαμόρφωση• δημιουργία, συγκρότηση•образование горных пород σχηματισμός των πετρωμάτων•
образование государства δημιουργία του κράτους.
-я ουδ.μόρφωση• εκπαίδευση, παιδεία•начальное образование στοιχειώδης εκπαίδευση•
среднее образование μέση εκπαίδευση•
высшее !образованиеανώτερη εκπαίδευση•
право на образование δικαίωμα μόρφωσης•
дать (давать) образование δίνω μόρφωση, μορφώνω•
специальное образование ειδική μόρφωση.
-
5 образование
образовани||е Iс1. (действие) ἡ δια-μόρφωση [-ις], ὁ σχηματισμός / ἡ ἱδρυση [-ις] (государства и т. п.):\образование слов ὁ σχηματισμός λεξεων2. (результат) ἡ διαμόρφωση [-ις], ὁ σχηματισμός:вулканические \образованиея τά ἡφαιστειογενή στρώματα.образование IIс в разн. знач. ἡ ἐκ-παίδευση [-ις], ἡ μόρφωση [-ις]:начальное \образование ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευση· среднее \образование ἡ μέση ἐκπαίδευση· высшее \образование ἡ ἀνωτάτη ἐκπαίδευση· давать \образование ἐκπαιδεύω, διδάσκω, δίνω μόρφωση· получить \образование σπουδάζω, μορφώνομαι. -
6 начальный
начальн||ыйприл I. (находящийся в начале) ἀρχικός, πρώτος:\начальныйые главы романа τά πρῶτα κεφάλαια τοῦ μυθιστορήματος· \начальныйая буква τό ἀρχικό γράμμα· 2· (первоначальный) στοιχειώδης:\начальныйое образование ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευση· \начальныйая школа τό δημοτικό σχολείο. -
7 низший
επ.1. υπερθ. β. του επ. низкий, χαμηλότατος• κατώτατος•-ие организмы οι κατώτατοι οργανισμοί•
-ие служащие οι κατώτατοι υπάλληλοι•
самый низший ο κατώτερος όλων•
-ая должность η κατώτατη υπαλληλική θέση•
-ее звание ο κατώτατος βαθμός.
2. δημοτικός, στοιχειώδης•-ее образование στοιχειώδης εκπαίδευση•
-ая школа δημοτικό σχολείο•
-ие учебные заведения σχολικά διδακτήρια.
-
8 первоначальный
επ.1. αρχικός•первоначальный план το αρχικό σχέδιο•
-ая причина αρχική αιτία.
|| πρώτος•-ая любовь η πρώτη αγάπη.
|| προηγούμενος, πρότερος, ο πρώην, προγενέστερος.2. πρωταρχικός.3. στοιχειώδης•-ое обучение στοιχειώδης εκπαίδευση•
-ые сведения по арифметике στοιχειώδεις γνώσεις αριθμητικής.
-
9 низший
ни́зш||ий(сравнит, и превосх. ст. от низкий)1. прям., перен κατώτερος:\низший сорт ἡ κατώτερη ποιότητα· товар \низшийего качества (τό) ἐμπόρευμα κατώτερης ποιότητας·2. (начальный):\низшийее образование ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευση·3. (о чине и I т. п.) κατώτερος:\низшийее звание ὁ κατώ· τερος βαθμός·4. биол. κατώτερος:\низший тип животных τά κατώτερα ζῶα, τά πρωτόζωα -
10 грамотность
-и θ.1. μόρφωση, πνευματική κατάρτιση•повышение -и населения η μορφωτική ανάπτυξη του λαού•
всеобщая грамотность γενική στοιχειώδης εκπαίδευση,• добыться всеобщей -и εξαλείφω την αγραμματοσύνη.
|| κατάρτιση•техническая грамотность τεχνική κατάρτιση.
2. αρτιότητα, πληρότητα•грамотность сочинения αρτιότητα της έκθεσης (χωρίς γραμματικά και συνταχτικά λάθη).
-
11 образование
I образование Ι с (просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωση· начальное (среднее. высшее) \образование η στοιχειώδης ( μέση, ανώτατη) εκπαίδευση· техническое \образование η τεχνική μόρφωση* получить \образование αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου II образование II с (создание) ο σχηματισμός* * *I с( просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηнача́льное (сре́днее, вы́сшее) образова́ние — η στοιχειώδης (μέση, ανώτατη) εκπαίδευση
техни́ческое образова́ние — η τεχνική μόρφωση
II сполучи́ть образова́ние — αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου
( создание) ο σχηματισμός
См. также в других словарях:
στοιχειώδης — ες / στοιχειώδης, ῶδες ΝΑ [στοιχεῑον] αυτός που αποτελεί την πρώτη βάση, τα πρώτα στοιχεία, βασικός, θεμελιώδης (α. «η ελευθερία τού ατόμου είναι στοιχειώδες δικαίωμα» β. «στοιχειωδέστατον πάντων γῆ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που απαιτείται ή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek